Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
above
/əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από;
ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό;
USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
accompany
/əˈkʌm.pə.ni/ = VERB: συνοδεύω;
USER: συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, συνοδεύσουν, να συνοδεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
achieve
/əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
adapted
/əˈdæpt/ = VERB: προσαρμόζω;
USER: προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμόζονται, προσαρμοστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
adventure
/ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια;
VERB: ριψοκινδυνεύω;
USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
ago
/əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον;
USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
altered
/ˈɒl.tər/ = VERB: αλλάζω, τροποποιώ, ματαβάλλω, μεταποιώ, μετατρέπω;
USER: μεταβάλλεται, μεταβάλλονται, μεταβληθεί, τροποποιηθεί, αλλοιωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
aluminium
/əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο;
USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
answer
/ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση;
VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer
GT
GD
C
H
L
M
O
antarctic
/ænˈtɑːk.tɪk/ = NOUN: Ανταρκτική;
ADJECTIVE: ανταρκτικός;
USER: Ανταρκτική, Ανταρκτικής, της Ανταρκτικής, ανταρκτικό, ανταρκτικός
GT
GD
C
H
L
M
O
anytime
/ˈen.i.taɪm/ = USER: οποτεδήποτε, ανά πάσα στιγμή, οποιαδήποτε στιγμή, πάσα στιγμή, όποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anywhere
/ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
automatically
/ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως;
USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα
GT
GD
C
H
L
M
O
automobile
/ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία
GT
GD
C
H
L
M
O
axle
/ˈæk.sl̩/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας;
USER: άξονας, άξονα, αξόνων, άξονας με, άξονος
GT
GD
C
H
L
M
O
bars
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, μπάρες, bars, ράβδοι, ράβδους
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
began
/bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω;
USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
below
/bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω;
ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω;
USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
c
/ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,
GT
GD
C
H
L
M
O
camp
/kæmp/ = NOUN: στρατόπεδο, κατασκήνωση;
VERB: κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω;
USER: κατασκήνωση, στρατόπεδο, κατασκήνωση στο, στρατοπέδου, κατασκήνωση της
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
changes
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
chasing
/CHās/ = VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω;
USER: κυνηγώντας, κυνηγούν, κυνηγάει, κυνήγι, κυνηγάμε
GT
GD
C
H
L
M
O
climbing
/ˈklaɪ.mɪŋ/ = NOUN: ορειβασία, ανάβαση;
USER: ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, ανέβασμα
GT
GD
C
H
L
M
O
coast
/kəʊst/ = NOUN: ακτή, παραλία, ακρογιαλιά, γιαλός;
VERB: παραπλέω, κατηφορίζω, πλέω παρά την ακτήν;
USER: ακτή, Coast, ακτής, ακτές, ακτών
GT
GD
C
H
L
M
O
cold
/kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι;
ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός;
USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
condition
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, θέση;
VERB: διέπω, θέτω υπό όρους, εθίζω, επανακαθιστώ, τελώ υπό αίρεση, εξαρτώ;
USER: κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, όρο, κατάστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
coolant
/ˈkuː.lənt/ = NOUN: ψυκτικό, ψυκτική ουσία;
USER: ψυκτικό, ψυκτικού, ψυκτικού υγρού, ψυκτικού μέσου, ψυκτικό μέσο
GT
GD
C
H
L
M
O
corner
/ˈkɔː.nər/ = NOUN: γωνία, κοχή;
VERB: μονοπωλώ, παίρνω στροφή, στρίβω;
USER: γωνία, κόρνερ, γωνιά, εστία του, εστία
GT
GD
C
H
L
M
O
cross
/krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση;
ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός;
VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι;
USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
december
/dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος;
USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
diameter
/daɪˈæm.ɪ.tər/ = NOUN: διάμετρος;
USER: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου
GT
GD
C
H
L
M
O
discover
/dɪˈskʌv.ər/ = VERB: ανακαλύπτω;
USER: ανακαλύψετε, ανακαλύπτουν, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε
GT
GD
C
H
L
M
O
distance
/ˈdɪs.təns/ = NOUN: απόσταση, διάστημα, απέχων;
USER: απόσταση, απόσταση με, αποστάσεως, εξ αποστάσεως, απόστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
dream
/driːm/ = NOUN: όνειρο;
VERB: ονειρεύομαι;
USER: όνειρο, ονείρων, όνειρό, το όνειρο, των ονείρων
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
drops
= NOUN: σταγόνες;
USER: σταγόνες, πτώσεις, σταγόνων, πέφτει, πτώση
GT
GD
C
H
L
M
O
during
/ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια;
USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
endurance
/ɪnˈdjʊə.rəns/ = NOUN: αντοχή, υπομονή, καρτερία;
USER: αντοχή, αντοχής, την αντοχή, συνεχούς, υπομονή
GT
GD
C
H
L
M
O
engine
/ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας;
USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
environment
/enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο;
USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος
GT
GD
C
H
L
M
O
expanse
/ɪkˈspæns/ = NOUN: έκταση, απλά;
USER: έκταση, έκτασης
GT
GD
C
H
L
M
O
expedition
/ˌek.spəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: εκστρατεία, βία;
USER: εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition
GT
GD
C
H
L
M
O
exploration
/ˌek.spləˈreɪ.ʃən/ = NOUN: εξερεύνηση;
USER: εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, έρευνας
GT
GD
C
H
L
M
O
extremely
/ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς;
USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως
GT
GD
C
H
L
M
O
factor
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
fateful
/ˈfeɪt.fəl/ = ADJECTIVE: μοιραίος, σημαδιακός;
USER: μοιραίος, σημαδιακός, μοιραία, μοιραίο, τη μοιραία
GT
GD
C
H
L
M
O
fenders
/ˈfendər/ = NOUN: φτερό, προφυλακτήρας, προφυλακτήρας αυτοκίνητου;
USER: φτερά, προφυλακτήρες, κιγκλιδώματα, fenders, φτερών,
GT
GD
C
H
L
M
O
filled
/-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ;
USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
floatation
/fləʊˈteɪ.ʃən/ = USER: επίπλευση, επίπλευσης, πλεύση, floatation, διατάξεις επίπλευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fuel
/fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη;
VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι;
USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων
GT
GD
C
H
L
M
O
fulfilled
/fʊlˈfɪld/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ;
USER: πληρούνται, πληρούται, εκπληρώσει, εκπληρωθεί, εκπληρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
gear
/ɡɪər/ = NOUN: γρανάζι, μηχανισμός, οδοντωτός τροχός, ενδυμασία, αποσκευή, ταχύτητα αυτοκίνητου;
VERB: εφοδιάζω, κανονίζω;
USER: γρανάζι, οδοντωτός τροχός, μηχανισμός, εργαλεία, εργαλείων
GT
GD
C
H
L
M
O
gearing
/ˈgɪərɪŋ/ = NOUN: αλληλοσύνδεση μηχανισμών;
USER: μόχλευσης, οδοντωτών τροχών, gearing, δανειοδότησης, γραναζιών,
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
grandson
/ˈɡræn.sʌn/ = NOUN: εγγονός;
USER: εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, ο εγγονός, εγγονού
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
greater
/ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος
GT
GD
C
H
L
M
O
greatest
/ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
heater
/ˈhiː.tər/ = NOUN: θερμάστρα, θερμαίνων, αυτός που θερμαίνει;
USER: θερμάστρα, θερμαντήρα, θερμαντήρας, θέρμανσης, θερμοσίφωνας
GT
GD
C
H
L
M
O
heats
/hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος;
USER: θερμαίνει, θερμότητες, ζεσταίνει, θερμαίνεται, θερμαίνει το
GT
GD
C
H
L
M
O
hefty
/ˈhef.ti/ = ADJECTIVE: βαρύς, ισχυρός;
USER: βαρύς, βαρύ, βαριά, βαριές, υπέρογκο
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
heroic
/hɪˈrəʊ.ɪk/ = ADJECTIVE: ηρωϊκός;
USER: ηρωϊκός, ηρωική, ηρωικό, ηρωικές, ηρωικά
GT
GD
C
H
L
M
O
highlands
/ˈhaɪ.ləndz/ = NOUN: ορεινή χώρα;
USER: υψίπεδα, ορεινές περιοχές, Highlands, ορεινές, Χάιλαντς
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
history
/ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία;
USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού
GT
GD
C
H
L
M
O
hundred
/ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred;
USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
ice
/aɪs/ = NOUN: πάγος;
VERB: παγώνω;
USER: πάγος, πάγου, πάγο, πάγων, παγωμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
infinite
/ˈɪn.fɪ.nət/ = ADJECTIVE: άπειρος, απέραντος;
NOUN: αχανές;
USER: άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα
GT
GD
C
H
L
M
O
installed
/ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω;
USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
itinerary
/aɪˈtɪn.ər.ər.i/ = NOUN: δρομολόγιο;
USER: δρομολόγιο, διαδρομή, διαδρομής, Υπολογισμός διαδρομής, δρομολογίου
GT
GD
C
H
L
M
O
jet
/dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί;
VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ;
ADJECTIVE: κρουνός;
USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση
GT
GD
C
H
L
M
O
journey
/ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
larger
/lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων;
USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
lift
/lɪft/ = NOUN: ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, σήκωμα, βοήθεια, ύψωση, ανυψωτήρ, υψωτήρ;
VERB: σηκώνω, ανυψώνω, ανυψώ;
USER: ανύψωση, ανελκυστήρας, άρει, άρση, σηκώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
limits
/ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο;
VERB: περιορίζω, συμπτύσσω;
USER: όρια, τα όρια, ορίων, των ορίων, περιορισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
links
/lɪŋks/ = NOUN: έδαφος διά παιγνίδι γκολφ, πράσινη έκταση;
USER: σύνδεσμοι, συνδέσεις, συνδέσμους, links, δεσμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
liter
/ˈliː.tər/ = NOUN: λίτρο, ολίγος;
USER: λίτρο, λίτρου, λίτρων, λίτρα,
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
lowered
/ˈləʊ.ər/ = VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω;
USER: Μειωμένη, μείωσε, μειώνεται, χαμηλώσει, Μείωση
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
minimized
/ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω;
USER: ελαχιστοποιείται, ελαχιστοποιούνται, ελαχιστοποιηθεί, ελαχιστοποιηθούν, ελαχιστοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
minimizes
/ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω;
USER: ελαχιστοποιεί, ελαχιστοποιεί την, ελαχιστοποιεί το, ελαχιστοποιεί τις, να ελαχιστοποιεί
GT
GD
C
H
L
M
O
modifications
/ˌmɒd.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τροποποίηση, τροπολογία, μετασχηματισμός;
USER: τροποποιήσεις, τροποποιήσεων, μετατροπές, αλλαγές, τροποποιήσεις που
GT
GD
C
H
L
M
O
mounted
/ˈmaʊn.tɪd/ = ADJECTIVE: έφιππος;
USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετηθεί, τοποθετείται
GT
GD
C
H
L
M
O
mounts
/maʊnt/ = NOUN: βάση, όρος, βουνό, λόφος, ίππος, ανάβαση;
USER: αναρτήσεις, βάσεις, mounts, στηρίγματα, βάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
necessary
/ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος;
USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
operation
/ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση;
USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
period
/ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια;
USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
pinnacle
/ˈpɪn.ə.kl̩/ = NOUN: πυργίσκος, κολοφών;
USER: Pinnacle, κορυφή, πυραμίδα, αποκορύφωμα, απόγειο
GT
GD
C
H
L
M
O
pole
/pəʊl/ = NOUN: κοντάρι, πάσσαλος, παλούκι;
VERB: σπρώχνω με κοντάρι;
USER: κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων
GT
GD
C
H
L
M
O
portal
/ˈpɔː.təl/ = NOUN: πύλη, πυλών;
USER: πύλη, portal, πύλης, δικτυακή πύλη, δικό
GT
GD
C
H
L
M
O
preparation
/ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία;
USER: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, ετοιμασία, προπαρασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
preparations
/ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία;
USER: παρασκευάσματα, παρασκευασμάτων, προετοιμασίες, σκευάσματα, προετοιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
pressure
/ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση;
USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του
GT
GD
C
H
L
M
O
pursuit
/pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία;
USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση
GT
GD
C
H
L
M
O
ratio
/ˈreɪ.ʃi.əʊ/ = NOUN: αναλογία, λόγος, σχέση;
USER: αναλογία, λόγος, σχέση, λόγο, δείκτης
GT
GD
C
H
L
M
O
reached
/riːtʃ/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: έφθασε, έφτασε, κατέληξε, φτάσει, ανήλθε
GT
GD
C
H
L
M
O
rebuilding
/ˌriːˈbɪld/ = NOUN: ανακατασκευή;
USER: ανακατασκευή, ανοικοδόμηση, την ανοικοδόμηση, αποκατάσταση, ανοικοδόμησης
GT
GD
C
H
L
M
O
reengineering
/ˌrē-ˌenjəˈnir/ = USER: ανασχεδιασμός, ανασχεδιασμό, ανασχεδιασμού, αναδιοργάνωση, αναδιοργάνωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
refuelling
/ˌriːˈfjʊəl/ = NOUN: ανεφο'ιασμός με καύσιμα;
USER: ανεφο'ιασμός με καύσιμα,
GT
GD
C
H
L
M
O
remarkable
/rɪˈmɑː.kə.bl̩/ = ADJECTIVE: αξιοσημείωτος, αξιοπαρατήρητος;
USER: αξιοσημείωτη, αξιόλογο, αξιόλογα, αξιοσημείωτο, αξιοσημείωτα
GT
GD
C
H
L
M
O
replaced
/rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ;
USER: αντικαθίσταται, αντικαθίστανται, αντικαταστάθηκε, αντικατασταθεί, αντικατασταθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
restart
/ˌriːˈstɑːt/ = USER: επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε, επανεκκίνηση του, κάντε επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε τον
GT
GD
C
H
L
M
O
result
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα
GT
GD
C
H
L
M
O
retraced
GT
GD
C
H
L
M
O
return
/rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα;
VERB: επιστρέφω;
USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
returned
/riˈtərn/ = ADJECTIVE: γύριστος;
USER: επέστρεψε, επιστρέφονται, επιστρέφεται, επέστρεψαν, επιστραφεί, επιστραφεί
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
round
/raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα;
NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν;
ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός;
VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
route
/ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος;
VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν;
USER: διαδρομή, πορεία, διαδρομής, οδό, οδός
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sea
/siː/ = NOUN: θάλασσα;
USER: θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, τη θάλασσα, θαλάσσια
GT
GD
C
H
L
M
O
shafts
/ʃɑːft/ = NOUN: στέλεχος, άξων, βέλος, κοντάρι, ράβδος, πηγάδι, αχτίδα, βαθύς τόπος;
USER: άξονες, αξόνων, φρεάτια, φρέατα, ατράκτων
GT
GD
C
H
L
M
O
shut
/ʃʌt/ = ADJECTIVE: κλειστός;
VERB: κλείνω, κλείω;
USER: κλείσει, κλείστε, να κλείσει, έκλεισε, κλείσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
sir
/sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης;
USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
snow
/snəʊ/ = NOUN: χιόνι;
VERB: χιονίζω;
USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό
GT
GD
C
H
L
M
O
soft
/sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός;
USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών
GT
GD
C
H
L
M
O
south
/saʊθ/ = NOUN: νότος;
ADJECTIVE: νότιος;
USER: νότια, νότια Προάστια, νότο, South, Νότιας
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
specially
/ˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικώς;
USER: ειδικώς, ειδικά, ειδική, ειδικά για, ιδιαίτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
standard
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο;
ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος;
USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stops
/stɒp/ = USER: σταματά, στάσεις, σταματάει, σταματήσει, σταματά να
GT
GD
C
H
L
M
O
story
/ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα;
USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι
GT
GD
C
H
L
M
O
supports
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
survival
/səˈvaɪ.vəl/ = NOUN: επιβίωση, επίζηση;
USER: επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, επιβιώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
survive
/səˈvaɪv/ = VERB: επιζώ;
USER: επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, επιβίωση, επιζήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
suspension
/səˈspen.ʃən/ = NOUN: εναιώρημα, ανάρτηση, παύση, ανακοπή;
USER: εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα
GT
GD
C
H
L
M
O
suv
/ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"
GT
GD
C
H
L
M
O
tank
/tæŋk/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο, άρμα μάχης, στέρνα, τάνκ, θωρηκτό;
USER: δεξαμενή, ντεπόζιτο, λάστιχα, δεξαμενής
GT
GD
C
H
L
M
O
target
/ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος;
USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων
GT
GD
C
H
L
M
O
temperature
/ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός;
USER: θερμοκρασία, θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, περιβάλλοντος, της θερμοκρασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
temperatures
/ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός;
USER: θερμοκρασίες, θερμοκρασιών, θερμοκρασία, θερμοκρασίας, οι θερμοκρασίες
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
tire
/taɪər/ = NOUN: ρόδα, λάστιχο, γύρος τροχού, τυρός, λάστιχο αυτοκίνητου, περίζωμα;
VERB: κουράζομαι, κουράζω;
USER: λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
tires
/taɪər/ = NOUN: ρόδα, λάστιχο, γύρος τροχού, τυρός, λάστιχο αυτοκίνητου, περίζωμα;
VERB: κουράζομαι, κουράζω;
USER: ελαστικά, ελαστικών, τα ελαστικά, λάστιχα, ντεπόζιτο
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
transcending
/tranˈsɛnd,trɑːn-/ = VERB: υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερέχω;
USER: υπερβατικό, υπερβατική, υπέρβαση, υπέρβασή,
GT
GD
C
H
L
M
O
trimmed
/trɪmd/ = VERB: τακτοποιώ, περικοσμώ, στολίζω, περικόπτω, ισορροπώ;
USER: στολισμένα, κομμένα, καθαρισμένα, κομμένα στα, κατεργασμένος
GT
GD
C
H
L
M
O
trip
/trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα;
VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή
GT
GD
C
H
L
M
O
union
/ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία;
USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
vehicle
/ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας;
USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
vision
/ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα;
VERB: οραματίζομαι;
USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος
GT
GD
C
H
L
M
O
waiting
/wāt/ = NOUN: αναμονή, υπηρεσία;
USER: αναμονή, αναμονής, περιμένουν, περιμένει, περιμένοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
x
/eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
212 words