Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
above /əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από; ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό; USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω

GT GD C H L M O
accompany /əˈkʌm.pə.ni/ = VERB: συνοδεύω; USER: συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, συνοδεύσουν, να συνοδεύει

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
adapted /əˈdæpt/ = VERB: προσαρμόζω; USER: προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένα, προσαρμοσμένη, προσαρμόζονται, προσαρμοστεί

GT GD C H L M O
adventure /ədˈven.tʃər/ = NOUN: περιπέτεια; VERB: ριψοκινδυνεύω; USER: περιπέτεια, περιπέτειας, την περιπέτεια, adventure

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
ago /əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον; USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ

GT GD C H L M O
altered /ˈɒl.tər/ = VERB: αλλάζω, τροποποιώ, ματαβάλλω, μεταποιώ, μετατρέπω; USER: μεταβάλλεται, μεταβάλλονται, μεταβληθεί, τροποποιηθεί, αλλοιωθεί

GT GD C H L M O
aluminium /əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο; USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
answer /ˈɑːn.sər/ = NOUN: απάντηση; VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: απάντηση, απαντώ, απαντήσει, απαντήσετε, answer, answer

GT GD C H L M O
antarctic /ænˈtɑːk.tɪk/ = NOUN: Ανταρκτική; ADJECTIVE: ανταρκτικός; USER: Ανταρκτική, Ανταρκτικής, της Ανταρκτικής, ανταρκτικό, ανταρκτικός

GT GD C H L M O
anytime /ˈen.i.taɪm/ = USER: οποτεδήποτε, ανά πάσα στιγμή, οποιαδήποτε στιγμή, πάσα στιγμή, όποτε

GT GD C H L M O
anywhere /ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
automatically /ˌɔː.təˈmæt.ɪ.kəl.i/ = ADVERB: αυτομάτως; USER: αυτομάτως, αυτόματα, αυτόματη, αυτ ματα, αυτ ματα

GT GD C H L M O
automobile /ˌôtəmōˈbēl/ = USER: αυτοκινήτων, αυτοκίνητο, αυτοκινήτου, αυτοκινητοβιομηχανίας, αυτοκινητοβιομηχανία

GT GD C H L M O
axle /ˈæk.sl̩/ = NOUN: άξονας, άξων τροχού, άξων τροχαλίας; USER: άξονας, άξονα, αξόνων, άξονας με, άξονος

GT GD C H L M O
bars /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, μπάρες, bars, ράβδοι, ράβδους

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
began /bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω; USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν

GT GD C H L M O
below /bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω; ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω; USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
body /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
c /ˌsiː.plʌsˈplʌs/ = USER: ντο, γ,

GT GD C H L M O
camp /kæmp/ = NOUN: στρατόπεδο, κατασκήνωση; VERB: κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω; USER: κατασκήνωση, στρατόπεδο, κατασκήνωση στο, στρατοπέδου, κατασκήνωση της

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
changes /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγές, οι αλλαγές, αλλαγών, μεταβολές, τις αλλαγές

GT GD C H L M O
chasing /CHās/ = VERB: κυνηγώ, καταδιώκω, διώκω, τρέχω από πίσω, λαξεύω, σκαλίζω; USER: κυνηγώντας, κυνηγούν, κυνηγάει, κυνήγι, κυνηγάμε

GT GD C H L M O
climbing /ˈklaɪ.mɪŋ/ = NOUN: ορειβασία, ανάβαση; USER: ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, ανέβασμα

GT GD C H L M O
coast /kəʊst/ = NOUN: ακτή, παραλία, ακρογιαλιά, γιαλός; VERB: παραπλέω, κατηφορίζω, πλέω παρά την ακτήν; USER: ακτή, Coast, ακτής, ακτές, ακτών

GT GD C H L M O
cold /kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι; ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός; USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
condition /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, θέση; VERB: διέπω, θέτω υπό όρους, εθίζω, επανακαθιστώ, τελώ υπό αίρεση, εξαρτώ; USER: κατάσταση, προϋπόθεση, όρος, όρο, κατάστασης

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
coolant /ˈkuː.lənt/ = NOUN: ψυκτικό, ψυκτική ουσία; USER: ψυκτικό, ψυκτικού, ψυκτικού υγρού, ψυκτικού μέσου, ψυκτικό μέσο

GT GD C H L M O
corner /ˈkɔː.nər/ = NOUN: γωνία, κοχή; VERB: μονοπωλώ, παίρνω στροφή, στρίβω; USER: γωνία, κόρνερ, γωνιά, εστία του, εστία

GT GD C H L M O
cross /krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση; ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός; VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι; USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
december /dɪˈsem.bər/ = NOUN: Δεκέμβριος; USER: Δεκέμβριος, Δεκ., Δεκέμβρης, Δεκέμβριο, Δεκ

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
diameter /daɪˈæm.ɪ.tər/ = NOUN: διάμετρος; USER: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου

GT GD C H L M O
discover /dɪˈskʌv.ər/ = VERB: ανακαλύπτω; USER: ανακαλύψετε, ανακαλύπτουν, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε

GT GD C H L M O
distance /ˈdɪs.təns/ = NOUN: απόσταση, διάστημα, απέχων; USER: απόσταση, απόσταση με, αποστάσεως, εξ αποστάσεως, απόστασης

GT GD C H L M O
dream /driːm/ = NOUN: όνειρο; VERB: ονειρεύομαι; USER: όνειρο, ονείρων, όνειρό, το όνειρο, των ονείρων

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
drops = NOUN: σταγόνες; USER: σταγόνες, πτώσεις, σταγόνων, πέφτει, πτώση

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
endurance /ɪnˈdjʊə.rəns/ = NOUN: αντοχή, υπομονή, καρτερία; USER: αντοχή, αντοχής, την αντοχή, συνεχούς, υπομονή

GT GD C H L M O
engine /ˈen.dʒɪn/ = NOUN: μηχανή, κινητήρας; USER: κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, μηχανών, του κινητήρα

GT GD C H L M O
environment /enˈvīrənmənt,-ˈvī(ə)rn-/ = NOUN: περιβάλλο; USER: περιβάλλον, περιβάλλοντος, το περιβάλλον, του περιβάλλοντος

GT GD C H L M O
expanse /ɪkˈspæns/ = NOUN: έκταση, απλά; USER: έκταση, έκτασης

GT GD C H L M O
expedition /ˌek.spəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: εκστρατεία, βία; USER: εκστρατεία, αποστολή, αποστολής, εκστρατείας, expedition

GT GD C H L M O
exploration /ˌek.spləˈreɪ.ʃən/ = NOUN: εξερεύνηση; USER: εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, έρευνας

GT GD C H L M O
extremely /ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς; USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως

GT GD C H L M O
factor /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντας, συντελεστής, παράγοντα, συντελεστή, στοιχείο

GT GD C H L M O
fateful /ˈfeɪt.fəl/ = ADJECTIVE: μοιραίος, σημαδιακός; USER: μοιραίος, σημαδιακός, μοιραία, μοιραίο, τη μοιραία

GT GD C H L M O
fenders /ˈfendər/ = NOUN: φτερό, προφυλακτήρας, προφυλακτήρας αυτοκίνητου; USER: φτερά, προφυλακτήρες, κιγκλιδώματα, fenders, φτερών,

GT GD C H L M O
filled /-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ; USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
floatation /fləʊˈteɪ.ʃən/ = USER: επίπλευση, επίπλευσης, πλεύση, floatation, διατάξεις επίπλευσης

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fuel /fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη; VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι; USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων

GT GD C H L M O
fulfilled /fʊlˈfɪld/ = VERB: εκπληρώ, εκπληρώνω, πραγματοποιώ; USER: πληρούνται, πληρούται, εκπληρώσει, εκπληρωθεί, εκπληρωθούν

GT GD C H L M O
gear /ɡɪər/ = NOUN: γρανάζι, μηχανισμός, οδοντωτός τροχός, ενδυμασία, αποσκευή, ταχύτητα αυτοκίνητου; VERB: εφοδιάζω, κανονίζω; USER: γρανάζι, οδοντωτός τροχός, μηχανισμός, εργαλεία, εργαλείων

GT GD C H L M O
gearing /ˈgɪərɪŋ/ = NOUN: αλληλοσύνδεση μηχανισμών; USER: μόχλευσης, οδοντωτών τροχών, gearing, δανειοδότησης, γραναζιών,

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
grandson /ˈɡræn.sʌn/ = NOUN: εγγονός; USER: εγγονός, εγγονό, τον εγγονό, ο εγγονός, εγγονού

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
greatest /ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
heater /ˈhiː.tər/ = NOUN: θερμάστρα, θερμαίνων, αυτός που θερμαίνει; USER: θερμάστρα, θερμαντήρα, θερμαντήρας, θέρμανσης, θερμοσίφωνας

GT GD C H L M O
heats /hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος; USER: θερμαίνει, θερμότητες, ζεσταίνει, θερμαίνεται, θερμαίνει το

GT GD C H L M O
hefty /ˈhef.ti/ = ADJECTIVE: βαρύς, ισχυρός; USER: βαρύς, βαρύ, βαριά, βαριές, υπέρογκο

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
heroic /hɪˈrəʊ.ɪk/ = ADJECTIVE: ηρωϊκός; USER: ηρωϊκός, ηρωική, ηρωικό, ηρωικές, ηρωικά

GT GD C H L M O
highlands /ˈhaɪ.ləndz/ = NOUN: ορεινή χώρα; USER: υψίπεδα, ορεινές περιοχές, Highlands, ορεινές, Χάιλαντς

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
hundred /ˈhʌn.drəd/ = USER: hundred-, hundred, hundred; USER: εκατό, εκατοντάδες, εκατόν, διακόσια, εκατοντάδων, εκατοντάδων

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
ice /aɪs/ = NOUN: πάγος; VERB: παγώνω; USER: πάγος, πάγου, πάγο, πάγων, παγωμένο

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
infinite /ˈɪn.fɪ.nət/ = ADJECTIVE: άπειρος, απέραντος; NOUN: αχανές; USER: άπειρος, άπειρη, άπειρο, άπειρες, άπειρα

GT GD C H L M O
installed /ɪnˈstɔːl/ = VERB: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω; USER: εγκατεστημένο, εγκατασταθεί, εγκατεστημένα, εγκαταστήσει, εγκατεστημένη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
itinerary /aɪˈtɪn.ər.ər.i/ = NOUN: δρομολόγιο; USER: δρομολόγιο, διαδρομή, διαδρομής, Υπολογισμός διαδρομής, δρομολογίου

GT GD C H L M O
jet /dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί; VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ; ADJECTIVE: κρουνός; USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση

GT GD C H L M O
journey /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
larger /lɑːdʒ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος, μείζων; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
lift /lɪft/ = NOUN: ανελκυστήρας, ανύψωση, ασανσέρ, σήκωμα, βοήθεια, ύψωση, ανυψωτήρ, υψωτήρ; VERB: σηκώνω, ανυψώνω, ανυψώ; USER: ανύψωση, ανελκυστήρας, άρει, άρση, σηκώστε

GT GD C H L M O
limits /ˈlɪm.ɪt/ = NOUN: όριο; VERB: περιορίζω, συμπτύσσω; USER: όρια, τα όρια, ορίων, των ορίων, περιορισμούς

GT GD C H L M O
links /lɪŋks/ = NOUN: έδαφος διά παιγνίδι γκολφ, πράσινη έκταση; USER: σύνδεσμοι, συνδέσεις, συνδέσμους, links, δεσμούς

GT GD C H L M O
liter /ˈliː.tər/ = NOUN: λίτρο, ολίγος; USER: λίτρο, λίτρου, λίτρων, λίτρα,

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
lowered /ˈləʊ.ər/ = VERB: χαμηλώνω, υποβιβάζω, καταβιβάζω; USER: Μειωμένη, μείωσε, μειώνεται, χαμηλώσει, Μείωση

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
minimized /ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω; USER: ελαχιστοποιείται, ελαχιστοποιούνται, ελαχιστοποιηθεί, ελαχιστοποιηθούν, ελαχιστοποίηση

GT GD C H L M O
minimizes /ˈmɪn.ɪ.maɪz/ = VERB: σμικροποιώ, υποτιμώ, περιορίζω, μειώνω στο ελάχιστο, ελαττώνω; USER: ελαχιστοποιεί, ελαχιστοποιεί την, ελαχιστοποιεί το, ελαχιστοποιεί τις, να ελαχιστοποιεί

GT GD C H L M O
modifications /ˌmɒd.ɪ.fɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τροποποίηση, τροπολογία, μετασχηματισμός; USER: τροποποιήσεις, τροποποιήσεων, μετατροπές, αλλαγές, τροποποιήσεις που

GT GD C H L M O
mounted /ˈmaʊn.tɪd/ = ADJECTIVE: έφιππος; USER: τοποθετημένο, τοποθετημένη, τοποθετημένα, τοποθετηθεί, τοποθετείται

GT GD C H L M O
mounts /maʊnt/ = NOUN: βάση, όρος, βουνό, λόφος, ίππος, ανάβαση; USER: αναρτήσεις, βάσεις, mounts, στηρίγματα, βάσεων

GT GD C H L M O
necessary /ˈnes.ə.ser.i/ = ADJECTIVE: απαραίτητος, αναγκαίος; USER: απαραίτητος, αναγκαίος, αναγκαία, αναγκαίο, απαραίτητο, απαραίτητο

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
operation /ˌɒp.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: λειτουργία, εργασία, δραστηριότητα, χειρισμός, εγχείριση; USER: λειτουργία, λειτουργίας, τη λειτουργία, επιχείρηση, πράξη

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
period /ˈpɪə.ri.əd/ = NOUN: περίοδος, διάρκεια; USER: περίοδος, διάρκεια, περίοδο, περιόδου, διάστημα, διάστημα

GT GD C H L M O
pinnacle /ˈpɪn.ə.kl̩/ = NOUN: πυργίσκος, κολοφών; USER: Pinnacle, κορυφή, πυραμίδα, αποκορύφωμα, απόγειο

GT GD C H L M O
pole /pəʊl/ = NOUN: κοντάρι, πάσσαλος, παλούκι; VERB: σπρώχνω με κοντάρι; USER: κοντάρι, πόλο, πόλος, πόλου, πόλων

GT GD C H L M O
portal /ˈpɔː.təl/ = NOUN: πύλη, πυλών; USER: πύλη, portal, πύλης, δικτυακή πύλη, δικό

GT GD C H L M O
preparation /ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία; USER: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, ετοιμασία, προπαρασκευή

GT GD C H L M O
preparations /ˌprep.ərˈeɪ.ʃən/ = NOUN: προετοιμασία, παρασκευή, παρασκεύασμα, προπαρασκευή, ετοιμασία, συσκευασία; USER: παρασκευάσματα, παρασκευασμάτων, προετοιμασίες, σκευάσματα, προετοιμασία

GT GD C H L M O
pressure /ˈpreʃ.ər/ = NOUN: πίεση; USER: πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του, πίεση του

GT GD C H L M O
pursuit /pəˈsjuːt/ = NOUN: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, ασχολία; USER: επιδίωξη, αναζήτηση, καταδίωξη, άσκηση, την άσκηση

GT GD C H L M O
ratio /ˈreɪ.ʃi.əʊ/ = NOUN: αναλογία, λόγος, σχέση; USER: αναλογία, λόγος, σχέση, λόγο, δείκτης

GT GD C H L M O
reached /riːtʃ/ = VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: έφθασε, έφτασε, κατέληξε, φτάσει, ανήλθε

GT GD C H L M O
rebuilding /ˌriːˈbɪld/ = NOUN: ανακατασκευή; USER: ανακατασκευή, ανοικοδόμηση, την ανοικοδόμηση, αποκατάσταση, ανοικοδόμησης

GT GD C H L M O
reengineering /ˌrē-ˌenjəˈnir/ = USER: ανασχεδιασμός, ανασχεδιασμό, ανασχεδιασμού, αναδιοργάνωση, αναδιοργάνωσης

GT GD C H L M O
refuelling /ˌriːˈfjʊəl/ = NOUN: ανεφο'ιασμός με καύσιμα; USER: ανεφο'ιασμός με καύσιμα,

GT GD C H L M O
remarkable /rɪˈmɑː.kə.bl̩/ = ADJECTIVE: αξιοσημείωτος, αξιοπαρατήρητος; USER: αξιοσημείωτη, αξιόλογο, αξιόλογα, αξιοσημείωτο, αξιοσημείωτα

GT GD C H L M O
replaced /rɪˈpleɪs/ = VERB: αντικαθιστώ, επαναθέτω, εκτοπίζω, αναπληρώ; USER: αντικαθίσταται, αντικαθίστανται, αντικαταστάθηκε, αντικατασταθεί, αντικατασταθούν

GT GD C H L M O
restart /ˌriːˈstɑːt/ = USER: επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε, επανεκκίνηση του, κάντε επανεκκίνηση, επανεκκινήσετε τον

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
retraced

GT GD C H L M O
return /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: απόδοση, επιστρέψει, επιστρέψετε, επιστρέψουν, επιστροφή

GT GD C H L M O
returned /riˈtərn/ = ADJECTIVE: γύριστος; USER: επέστρεψε, επιστρέφονται, επιστρέφεται, επέστρεψαν, επιστραφεί, επιστραφεί

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
route /ruːt/ = NOUN: διαδρομή, πορεία, δρόμος; VERB: διευθύνω, ορίζω τον δρόμον, ορίζω την πορείαν; USER: διαδρομή, πορεία, διαδρομής, οδό, οδός

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sea /siː/ = NOUN: θάλασσα; USER: θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, τη θάλασσα, θαλάσσια

GT GD C H L M O
shafts /ʃɑːft/ = NOUN: στέλεχος, άξων, βέλος, κοντάρι, ράβδος, πηγάδι, αχτίδα, βαθύς τόπος; USER: άξονες, αξόνων, φρεάτια, φρέατα, ατράκτων

GT GD C H L M O
shut /ʃʌt/ = ADJECTIVE: κλειστός; VERB: κλείνω, κλείω; USER: κλείσει, κλείστε, να κλείσει, έκλεισε, κλείσουν

GT GD C H L M O
sir /sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης; USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
snow /snəʊ/ = NOUN: χιόνι; VERB: χιονίζω; USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό

GT GD C H L M O
soft /sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός; USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών

GT GD C H L M O
south /saʊθ/ = NOUN: νότος; ADJECTIVE: νότιος; USER: νότια, νότια Προάστια, νότο, South, Νότιας

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
specially /ˈspeʃ.əl.i/ = ADVERB: ειδικώς; USER: ειδικώς, ειδικά, ειδική, ειδικά για, ιδιαίτερα

GT GD C H L M O
standard /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπο, μέτρο, κανών, σημαία, φλάμπουρο; ADJECTIVE: κανονικός, πρότυπος, καθιερωμένος, σταθερός, κριτήριος; USER: πρότυπο, τυπική, προτύπου, πρότυπα

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
stops /stɒp/ = USER: σταματά, στάσεις, σταματάει, σταματήσει, σταματά να

GT GD C H L M O
story /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι

GT GD C H L M O
supports /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις

GT GD C H L M O
survival /səˈvaɪ.vəl/ = NOUN: επιβίωση, επίζηση; USER: επιβίωση, επιβίωσης, την επιβίωση, επιβίωσή, επιβιώσεως

GT GD C H L M O
survive /səˈvaɪv/ = VERB: επιζώ; USER: επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, επιβίωση, επιζήσουν

GT GD C H L M O
suspension /səˈspen.ʃən/ = NOUN: εναιώρημα, ανάρτηση, παύση, ανακοπή; USER: εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολή, αναστολής, αιώρημα

GT GD C H L M O
suv /ˌes.juːˈvi/ = USER: SUV, SUV της"

GT GD C H L M O
tank /tæŋk/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο, άρμα μάχης, στέρνα, τάνκ, θωρηκτό; USER: δεξαμενή, ντεπόζιτο, λάστιχα, δεξαμενής

GT GD C H L M O
target /ˈtɑː.ɡɪt/ = NOUN: στόχος; USER: στόχος, στόχο, στόχου, στόχους, στόχων

GT GD C H L M O
temperature /ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός; USER: θερμοκρασία, θερμοκρασίας, θερμοκρασία του, περιβάλλοντος, της θερμοκρασίας

GT GD C H L M O
temperatures /ˈtem.prə.tʃər/ = NOUN: θερμοκρασία, πυρετός; USER: θερμοκρασίες, θερμοκρασιών, θερμοκρασία, θερμοκρασίας, οι θερμοκρασίες

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
tire /taɪər/ = NOUN: ρόδα, λάστιχο, γύρος τροχού, τυρός, λάστιχο αυτοκίνητου, περίζωμα; VERB: κουράζομαι, κουράζω; USER: λάστιχο, ρόδα, ελαστικών, ελαστικού, ελαστικό

GT GD C H L M O
tires /taɪər/ = NOUN: ρόδα, λάστιχο, γύρος τροχού, τυρός, λάστιχο αυτοκίνητου, περίζωμα; VERB: κουράζομαι, κουράζω; USER: ελαστικά, ελαστικών, τα ελαστικά, λάστιχα, ντεπόζιτο

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
transcending /tranˈsɛnd,trɑːn-/ = VERB: υπερβαίνω, ξεπερνώ, υπερέχω; USER: υπερβατικό, υπερβατική, υπέρβαση, υπέρβασή,

GT GD C H L M O
trimmed /trɪmd/ = VERB: τακτοποιώ, περικοσμώ, στολίζω, περικόπτω, ισορροπώ; USER: στολισμένα, κομμένα, καθαρισμένα, κομμένα στα, κατεργασμένος

GT GD C H L M O
trip /trɪp/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, περιοδεία, παραπάτημα; VERB: σκοντάπτω, βαδίζω ελαφρώς, κάνω κάποιον να σκοντάψει; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, Εκδρομή

GT GD C H L M O
union /ˈjuː.ni.ən/ = NOUN: ένωση, συνένωση, συντεχνία; USER: ένωση, Ένωσης, της Ένωσης, Union, συνδικαλιστικών

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
vehicle /ˈviː.ɪ.kl̩/ = NOUN: όχημα, τροχοφόρο, άμαξα, μέσο συγκοινωνίας; USER: όχημα, οχήματος, οχημάτων, του οχήματος, των οχημάτων

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
vision /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: όραση, όραμα, όρασης, όραμά, οράματος

GT GD C H L M O
waiting /wāt/ = NOUN: αναμονή, υπηρεσία; USER: αναμονή, αναμονής, περιμένουν, περιμένει, περιμένοντας

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
x /eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

212 words